- ἀσιτίαν
- ἀσῑτίᾱν , ἀσιτίαwant of foodfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγγενώ — ἐγγενῶ ( άω) (Α) γεννώ, προξενώ («τῷ σώματι τὴν ἀσιτίαν ἐγγενᾱν δριμύτητας καὶ πικρότητας» η ασιτία προξενεί αισθήματα δριμύτητας και πικρότητας στον οργανισμό) … Dictionary of Greek